σαυροβριθής

σαυροβριθής
-ές, Α
ο εφοδιασμένος με βαρύ σαυρωτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα / σαυρ-ωτήρ «σιδηρά αιχμή» + -βριθής (< βρίθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο-βριθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαυροβριθές — σαυροβριθής with a heavy masc/fem voc sg σαυροβριθής with a heavy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”